- προϊερατεύω
- προϊερ-ᾱτεύω, [dialect] Ion. [suff] προϊερ-ητεύω, = foreg. 1, BCH15.204 (Zeus Panamaros), SIG1013.11 (Chios, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προϊερατεύω — και ιων. τ. προϊερητεύω Α εκτελώ εκ τών προτέρων καθήκοντα ιερέα ή ιέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱερατεύω «ιερουργώ»] … Dictionary of Greek